παιωνιάς — παιωνιάς, άδος, ἡ (Α) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
παιωνίας — παιωνίᾱς , παιώνιος belonging to Paeon fem acc pl παιωνίᾱς , παιώνιος belonging to Paeon fem gen sg (attic doric aeolic) παιωνίᾱς , παιωνία peony fem acc pl παιωνίᾱς , παιωνία peony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνιάδος — Παιωνιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
καρπόφυλλο — Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή… … Dictionary of Greek